κατασκοτώνω

κατασκοτώνω
κατασκότωσα, κατασκοτώθηκα, κατασκοτωμένος
1. δέρνω κάποιον αλύπητα: Το κατασκότωσε το παιδί του στο ξύλο.
2. το μέσ., κατασκοτώνομαι κουράζομαι ή τραυματίζομαι: Κατασκοτώνεται στη δουλειά του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατασκοτώνω — 1. δέρνω αλύπητα κάποιον, τόν τσακίζω στο ξύλο («τήν κατασκότωσε στο ξύλο») 2. μέσ. κατασκοτώνομαι α) μωλωπίζομαι ή τραυματίζομαι σε πολλά σημεία τού σώματός μου β) καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες για κάτι, φροντίζω με όλη μου την ψυχή για κάτι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”